- φάσκειν
- φάσκωsaypres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάσκω — ΝΑ νεοελλ. φρ. «φάσκει και αντιφάσκει» λέγεται όταν κάποιος άλλοτε παραδέχεται και άλλοτε απορρίπτει το ίδιο πράγμα αρχ. 1. λέγω, φημί* 2. (ιδίως) αποφαίνομαι καταφατικά, βεβαιώνω («φάσκειν ἐμ ἤδη μαντικῇ μηδὲν φρονεῑν», Σοφ.) 3. νομίζω, πιστεύω… … Dictionary of Greek